χειρούργημα

χειρούργημα
χειρούργ-ημα, ατος, τό,
A handiwork, a word used by Gorgias, Pl.Grg.450b, ubi v. Sch.
II manufactured article, D.H.Pomp.1.7 [suff] χειρουργ-ητέον, one must perform an operation, Antyll. ap.Orib.4.4.7.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • χειρούργημα — handiwork neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χειρούργημα — τὸ, Α [χειρουργῶ] έργο κατασκευασμένο ή διακοσμημένο με το χέρι …   Dictionary of Greek

  • χειρουργήμασι — χειρούργημα handiwork neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χειρουργήματος — χειρούργημα handiwork neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χειρουργία — η, ΝΜΑ, και ιων. τ. χειρουργίη Α [χειρουργός] η χειρουργική αρχ. 1. δεξιοτεχνία τών χεριών, κατασκευή ή διακόσμηση έργων με τα χέρια τού τεχνίτη 2. χειρούργημα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”